- τελοδενδρία
- η, Ν(βιολ.-ιστολ.) πολύ λεπτός κλάδος στο άκρο τού νευράξονα, ο οποίος έρχεται σε επαφή με άλλα ομόλογα στοιχεία νευρώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. telodendrie < τέλος + δένδρον + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.